καρεκλάδικο

καρεκλάδικο
το [καρεκλάς]
κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πωλούνται καρέκλες, καρεκλοποιείο, ή καρεκλοπωλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρεκλάδικο — το κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πουλιούνται καρέκλες: Παράγγειλα καρέκλες από το καρεκλάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθεκλοποιείο — το [καθεκλοποιός] εργαστήριο κατασκευής καρεκλών, καρεκλάδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”